- θρυμματίζω
- μετ.1) крошить, измельчать; дробить; разбивать; 2) перен. крошить, уничтожать, истреблять;
θρυμματίζομαι — крошиться, измельчаться; — дробиться; — разбиваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρυμματίζομαι — крошиться, измельчаться; — дробиться; — разбиваться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρυμματίζω — θρυμματίζω, θρυμμάτισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
θρυμματίζω — [θρύμμα] 1. κατακερματίζω, κατασυντρίβω 2. καταστρέφω, εκμηδενίζω («το πάθος τής χαρτοπαιξίας θρυμμάτισε τη ζωή του»] … Dictionary of Greek
θρυμματίζω — θρυμμάτισα, θρυμματίστηκα, θρυμματισμένος, σπάζω, κάνω θρύψαλα: Θρυμματίστηκαν τα τζάμια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
καταθρουλίζω — θρυμματίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(ά) * + θρουλίζω «θρυμματίζω» (πρβλ. θρουβαλιάζω)] … Dictionary of Greek
θρύπτω — (ΑΜ θρύπτω) 1. θρυμματίζω 2. μέσ. θρύπτομαι καμαρώνω, κάνω νάζια. αρχ. 1. (για αέρα) διασκορπίζομαι 2. (με ηθική σημ.) εξασθενώ, αμαυρώνω 3. παθ. α) γίνομαι τρυφηλός, φιλήδονος β) εκθηλύνομαι 4. ζω άσωτα 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι ότι απορρίπτω … Dictionary of Greek
συνθρύπτω — ΜΑ 1. συντρίβω, θρυμματίζω 2. μτφ. προκαλώ βαθιά λύπη και απογοήτευση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θρύπτω «θρυμματίζω»] … Dictionary of Greek
αθρουβάλιαστος — ή αθρουβάλιστος, η, ο αυτός που δεν έχει θρουβαλιστεί, αθρυμμάτιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερητ. + *θρουβαλιστός < θρουβαλίζω (= θρυμματίζω, σπάζω)] … Dictionary of Greek
αθρυμμάτιστος — η, ο [θρυμματίζω] αυτός που δεν θρυμματίστηκε ή δεν είναι δυνατό να θρυμματιστεί, που δεν έγινε τρίμματα … Dictionary of Greek
αινόδρυπτος — αἰνόδρυπτος, ον (στην κλητική αἰνόδρυπτε, λέξη τού Θεοφράστου για τις δούλες) αυτός που χτυπήθηκε, που μαστιγώθηκε ή που γρατσουνίστηκε. Η γραφή αἰνόθρυπτε με την οποία άλλοι σχολιαστές διαβάζουν τον σχετικό στίχο τού Θεόφραστου μάς δίνει ωστόσο… … Dictionary of Greek
αλοώ — ἀλοῶ ( άω) (Α) 1. αλωνίζω 2. χτυπώ, μαστιγώνω, ραβδίζω 3. θρυμματίζω, καταστρέφω, ρημάζω 4. στριφογυρίζω κάποιον, τόν σέρνω πέρα δώθε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωή. ΠΑΡ. αρχ. ἀλοητός] … Dictionary of Greek
αμυγδαλοκατάκτης — ἀμυγδαλοκατάκτης, ο (Α) ο αμυγδαλοθραύστης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμυγδαλή, ον + κατάκτης < κατάγνυμι «θρυμματίζω, κατακερματίζω, κομματιάζω»] … Dictionary of Greek